βρίθει

βρίθει
βρί̱θει , βρίθω
to be heavy
pres ind mp 2nd sg
βρί̱θει , βρίθω
to be heavy
pres ind act 3rd sg
βρί̱θει , βρῖθος
weight
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
βρί̱θεϊ , βρῖθος
weight
neut dat sg (epic ionic)
βρί̱θει , βρῖθος
weight
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βριθεῖ — βρῑθεῖ , βριθύς heavy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθαλής — ές (Α ἀμφιθαλής) [θάλος] νεοελλ. αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς «αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής) αρχ. 1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το …   Dictionary of Greek

  • ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • πυριβριθής — ές, Α αυτός που βρίθει, που είναι γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής, χθονο βριθής] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μέλβιλ, Χέρμαν — (Herman Melville, Νέα Υόρκη 1819 – 1891). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων αγγλικής καταγωγής, όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον εμπόδισε να τελειώσει τις σπουδές του και τον ανάγκασε να εργαστεί από πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”